πλαγιάδα
Смотреть что такое "πλαγιάδα" в других словарях:
πλαγιάδα — η, Ν πλαγιά, βουνοπλαγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαγιά, κατά το πεδιάδα] … Dictionary of Greek
πλαγιάδα — η, Ν πλαγιά, βουνοπλαγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαγιά, κατά το πεδιάδα] … Dictionary of Greek